σαρκάζω

σαρκάζω
μετ. зло высмеивать (кого-л.); зло насмехаться (над кем-л.); язвить (на чеи-л. счёт)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σαρκάζω" в других словарях:

  • σαρκάζω — tear fiesh like dogs pres subj act 1st sg σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζω — σαρκάζω, σάρκασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… …   Dictionary of Greek

  • σαρκάζω — σάρκασα, γελώ χαιρέκακα, ειρωνεύομαι με κακεντρέχεια: Εμείς υποφέρουμε κι αυτός σαρκάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαρκάζει — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind mp 2nd sg σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκαζε — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres imperat act 2nd sg σαρκάζω tear fiesh like dogs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζειν — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζοντας — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζοντες — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζων — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασαρκῶν — κατά ἀσαρκέω make lean pres part act masc nom sg (attic epic doric) κατά σαρκάω pres part act masc voc sg κατά σαρκάω pres part act neut nom/voc/acc sg κατά σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κατά σαρκάω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»